Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παρ|άγω <-ήγαγα, -ήχθην, -αγμένος> [paˈraɣɔ] VERB μεταβ

παράγω

II . παράγωμαι VERB αυτοπ ρήμα ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский