Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράγραφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παράγραφος [paˈraɣrafɔs] SUBST θηλ

1. παράγραφος (κειμένου):

παράγραφος
Absatz αρσ
παράγραφος
Abschnitt αρσ
αρχική παράγραφος
τελευταία παράγραφος
Schlussabsatz αρσ

2. παράγραφος ΝΟΜ:

παράγραφος
Absatz αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με παράγραφος

αρχική παράγραφος
τελευταία παράγραφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский