I.pay [βρετ peɪ, αμερικ peɪ] ΟΥΣ
II.pay <απλ παρελθ, μετ παρακειμ paid> [βρετ peɪ, αμερικ peɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pay (for goods, services):
2. pay (for regular work):
4. pay (give):
- to pay sb a compliment
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.