στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. vario <πλ vari, varie> [ˈvarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
II. vari INDEF ADJ pl (numerosi)
IV. vario <πλ vari, varie> [ˈvarjo, ri, rje]
στο λεξικό PONS
I. vario (-a) <-i, -ie> [ˈva:·rio] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.