στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. agitato [adʒiˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
agitato → agitare
II. agitato [adʒiˈtato] ΕΠΊΘ
2. agitato:
III. agitato (agitata) [adʒiˈtato] ΟΥΣ αρσ (θηλ) αρχαϊκ ΙΑΤΡ
I. agitare [adʒiˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. agitare (muovere):
2. agitare (turbare):
II. agitarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. agitarsi (muoversi):
2. agitarsi:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.