Oxford Spanish Dictionary
mero1 (mera) ΕΠΊΘ προσδιορ
1. mero (solo, simple):
2. mero Κεντρ Αμερ Μεξ οικ (uso enfático):
mero2 ΕΠΊΡΡ Μεξ οικ
1. mero (casi):
2. mero (uso enfático):
3. mero (indicando incredulidad) οικ, ειρων:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.