I. groß <größer, größte> [groːs] ΕΠΊΘ
1. groß (nicht klein):
2. groß (in Bezug auf die Körpergröße):
3. groß (erheblich, beträchtlich, heftig):
4. groß (älter):
6. groß (bedeutend):
7. groß (begeistert):
II. groß <größer, größte> [groːs] ΕΠΊΡΡ
1. groß οικ (besonders):
2. groß (in großem Stil, Umfang):
4. groß οικ (großartig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.