I. sœur [sœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. sœur:
- sœur
- Schwester θηλ
2. sœur (objet semblable):
- sœur
- Gegenstück ουδ
- sœur
- Pendant ουδ
3. sœur ΘΡΗΣΚ:
II. sœur [sœʀ] ΕΠΊΘ
III. sœur [sœʀ]
sœur τυπικ:
- sœur d'infortune
- Leidensgefährtin θηλ
-
- Milchschwester θηλ
belle-sœur <belles-sœurs> [bɛlsœʀ] ΟΥΣ θηλ
- belle-sœur
- Schwägerin θηλ
demi-sœur <demi-sœurs> [d(ə)misœʀ] ΟΥΣ θηλ
- demi-sœur
- Halbschwester θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.