I. vor·teil·haft ΕΠΊΘ
1. vorteilhaft ΧΡΗΜΑΤΟΠ (günstig):
2. vorteilhaft ΜΌΔΑ (ansprechend):
II. vor·teil·haft ΕΠΊΡΡ
1. vorteilhaft ΧΡΗΜΑΤΟΠ (günstig):
- etw vorteilhaft erwerben [o. kaufen]
-
vorteilhaft ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.