στο λεξικό PONS
luc·ra·tive [ˈlu:krətɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ
- lucrative
- einträglich τυπικ
- lucrative
-
-
- lucrative
-
- lucrative
-
- lucrative
-
- lucrative
-
- lucrative
-
- lucrative
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lucrative ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- lucrative
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.