I. schöp·fe·risch [ˈʃœpfərɪʃ] ΕΠΊΘ
- schöpferisch
-
II. schöp·fe·risch [ˈʃœpfərɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- schöpferisch
-
Au·gen·blick [ˈaugn̩blɪk] ΟΥΣ αρσ
1. Augenblick (kurze Zeitspanne):
2. Augenblick (Zeitpunkt):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.