Schö·nung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Schönung
-
Scho·nung1 <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
2. Schonung ΙΑΤΡ (Entlastung):
3. Schonung (Schutz):
4. Schonung (Rücksichtnahme):
Scho·nung2 <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΔΑΣΟΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.