I. kre·a·tiv [kreaˈti:f] ΕΠΊΘ
- kreativ
-
II. kre·a·tiv [kreaˈti:f] ΕΠΊΡΡ τυπικ
- kreativ
-
-
- kreativ
-
- kreativ
-
- kreativ
- ingenious person
- kreativ
-
- kreativ
-
- kreativ τυπικ
-
- kreativ analysiertes Problem
-
- kreativ
-
- kreativ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.