στο λεξικό PONS


I. gleich·mä·ßig ΕΠΊΘ
II. gleich·mä·ßig ΕΠΊΡΡ
1. gleichmäßig (in gleicher Stärke/Menge):
2. gleichmäßig (ohne Veränderungen):


Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.