στο λεξικό PONS
Ver·tre·ter(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. ge·setz·lich [gəˈzɛtslɪç] ΕΠΊΘ
II. ge·setz·lich [gəˈzɛtslɪç] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gesetzlicher Vertreter ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Vertreter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΜΠΌΡ
gesetzlich ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.