στο λεξικό PONS
Ge·sell·schaft <-, -en> [gəˈzɛlʃaft] ΟΥΣ θηλ
1. Gesellschaft (Gemeinschaft):
2. Gesellschaft ΟΙΚΟΝ:
3. Gesellschaft (Vereinigung):
4. Gesellschaft (Fest):
5. Gesellschaft (Oberschicht):
6. Gesellschaft (Kreis von Menschen):
7. Gesellschaft (Umgang):
Gesellschaft ΟΥΣ
Gesellschaft ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Venture Capital-Gesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Venture Capital ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Corporate Venture Capital ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Gesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Ventilkappe
- Ventilkonstruktion
- Ventilkörper
- Ventilplatte
- Ventilspiel
- Venture Capital-Gesellschaft
- Venus
- Venusfliegenfalle
- Venusmuschel
- ver.di
- verabreden