στο λεξικό PONS
I. in·no·va·tiv [ɪnovaˈti:f] ΕΠΊΘ
II. in·no·va·tiv [ɪnovaˈti:f] ΕΠΊΡΡ
In·no·va·ti·ons·fä·hig·keit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Pro·dukt·in·no·va·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ, ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
In·no·va·ti·ons·tem·po <-s, -s> ΟΥΣ ουδ kein πλ
In·no·va·ti·ons·kraft <-, -kräfte> ΟΥΣ θηλ
in·no·va·ti·ons·fä·hig ΕΠΊΘ
In·no·va·ti·on <-, -en> [ɪnovaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
in·no·va·to·risch [ɪnovaˈto:rɪʃ] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anleiheinnovation ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Geldmarktinnovation ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Innovationsbewertung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Finanzinnovation ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Schuldennovation ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.