στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Venture Capital ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Venture Capital (Wagniskapital, das meist jungen, innovativen Unternehmen gewährt wird)
- venture capital
Corporate Venture Capital ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Venture Capital-Gesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.