στο λεξικό PONS
I. po·li·tisch [poˈli:tɪʃ] ΕΠΊΘ
II. po·li·tisch [poˈli:tɪʃ] ΕΠΊΡΡ
1. politisch ΠΟΛΙΤ:
2. politisch (klug):
Po·li·ti·sche(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
- politischer Handlungswille αρσ
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.