Kauf·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
Kauf·ge·setz <-es, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
I. aus·ge·sucht ΕΠΊΘ
1. ausgesucht (erlesen):
2. ausgesucht (gewählt):
II. aus·ge·sucht ΕΠΊΡΡ
auf·ge·setzt ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.