στο λεξικό PONS
I. plas·tic [ˈplæstɪk] ΟΥΣ
1. plastic (material):
- plastic
-
- plastic
-
2. plastic (industry):
II. plas·tic [ˈplæstɪk] ΕΠΊΘ
1. plastic αμετάβλ (of plastic):
- plastic
-
2. plastic μειωτ:
plastic ΟΥΣ
- engineering plastic ΤΕΧΝΟΛ
-
foam ˈplas·tic ΟΥΣ no pl
- foam plastic
-
plas·tic ex·ˈplo·sive ΟΥΣ
- plastic explosive
-
plas·tic ˈbag ΟΥΣ
plas·tic ˈbomb ΟΥΣ
- plastic bomb
-
plas·tic ˈmoney ΟΥΣ no pl
- plastic money
-
plas·tic ˈbul·let ΟΥΣ
- plastic bullet
-
plas·tic ˈcup ΟΥΣ
- plastic cup
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
-
- plastic collar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.