στο λεξικό PONS
plas·tic ˈarts ΟΥΣ πλ
I. art [ɑ:t, αμερικ ɑ:rt] ΟΥΣ
2. art (creative activity):
4. art (high skill):
5. art pl ΠΑΝΕΠ (area of study):
I. plas·tic [ˈplæstɪk] ΟΥΣ
1. plastic (material):
2. plastic (industry):
II. plas·tic [ˈplæstɪk] ΕΠΊΘ
2. plastic μειωτ:
plastic ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.