στο λεξικό PONS
Ma·nage·ment <-s, -s> [ˈmɛnɪtʃmənt] ΟΥΣ ουδ
1. Management (Führung und Organisation eines Großunternehmens):
-
- management + ενικ/πλ ρήμα
2. Management (Gruppe der Führungskräfte):
A, a <-, - [o. οικ -s, -s]> [a:] ΟΥΣ ουδ
1. A (Buchstabe):
ιδιωτισμοί:
AE <-, -[s]> ΟΥΣ θηλ
AE συντομογραφία: astronomische Einheit
De·pot <-s, -s> [deˈpo:] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Depot A-Management ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Depot D-Management ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Depot A-Betreuung ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
Depot B-Management ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Depot C-Management ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Depot A ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
A ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.