στο λεξικό PONS
De·pot <-s, -s> [deˈpo:] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Depot B ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Depot B-Management ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Depot B-Betreuung ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
Bill of Lading ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
B ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
B/A ΟΥΣ θηλ
Banker's Acceptance ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
B/P ΟΥΣ αρσ
B/P συντομογραφία: Basispunkt ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Basispunkt ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Basispunkt (Preiseinheit eines Zinssatzes (0,01 %))
-
Basispunkt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.