Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. lèche-bottes, lèche-botte <πλ lèche-bottes> [lɛʃbɔt] οικ ΟΥΣ αρσ θηλ
bootlicker ΟΥΣ
I. brown-nose [βρετ, αμερικ ˈbraʊnˌnoʊz] αμερικ οικ ΟΥΣ
I. creep [βρετ kriːp, αμερικ krip] ΟΥΣ οικ
II. creep <απλ παρελθ, μετ παρακειμ crept> [βρετ kriːp, αμερικ krip] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. creep (furtively):
2. creep μτφ:
I. crawl [βρετ krɔːl, αμερικ krɔl] ΟΥΣ
II. crawl [βρετ krɔːl, αμερικ krɔl] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. crawl insect, snake, person:
2. crawl (on all fours):
3. crawl (move slowly):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- le
- lé
- LEA
- leader
- leadership
- lèche-bottes
- lèche-cul
- lèchefrite
- lécher
- lécheur
- lèche-vitrine