Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. croyant (croyante) [kʀwɑjɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
non-croyant (non-croyante) <αρσ πλ non-croyants> [nɔ̃kʀwɑjɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
croyant [kʀwajɑ̃] ΡΉΜΑ
croyant μετ ενεστ de croire
I. croire [kʀwaʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
4. croire (supposer):
5. croire (estimer):
II. croire [kʀwaʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
II. non-croyant(e) <non-croyants> [no͂kʀwajɑ͂, jɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
croyant [kʀwajɑ͂] ΡΉΜΑ
croyant μετ ενεστ de croire
I. croire [kʀwaʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
4. croire (supposer):
5. croire (estimer):
II. croire [kʀwaʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.