fwd ΕΠΊΡΡ
fwd → forward
- fwd
-
I. forward [βρετ ˈfɔːwəd, αμερικ ˈfɔrwərd] ΕΠΊΘ
1. forward (bold):
2. forward (towards the front):
3. forward (advanced):
II. forward [βρετ ˈfɔːwəd, αμερικ ˈfɔrwərd] ΟΥΣ ΑΘΛ
-
- attaccante αρσ θηλ
III. forward [βρετ ˈfɔːwəd, αμερικ ˈfɔrwərd] ΕΠΊΡΡ
1. forward (ahead):
2. forward (towards the future):
FWD ΟΥΣ
four-wheel drive [βρετ ˌfɔːˌwiːl ˈdrʌɪv, αμερικ ˌfɔr ˌ(h)wil ˈdraɪv] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.