στο λεξικό PONS
trunk [trʌŋk] ΟΥΣ
4. trunk (box):
5. trunk αμερικ (boot of car):
7. trunk ΤΗΛ:
ˈtrunk line ΟΥΣ esp βρετ
1. trunk line ΣΙΔΗΡ:
2. trunk line ΤΗΛ:
ˈtrunk call ΟΥΣ βρετ dated
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
main stem, trunk [trʌŋk] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
trunk road βρετ ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
all purpose trunk road βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.