-
- Rumpf αρσ <-(e)s, Rümpfe>
-
- Rumpf αρσ <-(e)s, Rümpfe>
-
- Rumpf αρσ <-(e)s, Rümpfe>
-
- Rumpf αρσ <-(e)s, Rümpfe>
- body of a plane, ship
- Rumpf αρσ <-(e)s, Rümpfe>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.