στο λεξικό PONS
sure·ty [ˈʃɔ:rəti, ˈʃʊə-, αμερικ ˈʃʊrət̬i] ΟΥΣ ΝΟΜ
1. surety (person):
2. surety (money):
3. surety no pl (certainty):
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
surety liability ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
surety ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Bürgschaft θηλ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- surcease
- surcharge
- surd
- sure
- sure-fire
- surety liability
- suretyship
- suretyship limited in time
- surf
- surface
- surface active agent