στο λεξικό PONS
port·fo·lio ˈas·sets ΟΥΣ πλ
port·fo·lio [ˌpɔ:tˈfəʊliəʊ, αμερικ ˌpɔ:rtˈfoʊlioʊ] ΟΥΣ
1. portfolio (case):
2. portfolio (of drawings, designs):
3. portfolio ΧΡΗΜΑΤΟΠ (financial investments):
4. portfolio ΠΟΛΙΤ (ministerial position):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
portfolio assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ
-
- Asset ουδ
assets ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ
assets ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Anlagevolumen ουδ
portfolio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.