στο λεξικό PONS
ˈnet·work·ing po·ten·tial ΟΥΣ no pl
net·work·ing [ˈnetˌwɜ:kɪŋ, αμερικ -ˌwɜ:rk-] ΟΥΣ no pl
1. networking (making contacts):
2. networking Η/Υ:
I. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΟΥΣ no pl also ΗΛΕΚ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
networking potential ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
networking ΟΥΣ IT
-
- Vernetzung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
networking ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.