στο λεξικό PONS
ini·tia·tive [ɪˈnɪʃətɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. initiative no pl επιβεβαιωτ (enterprise):
2. initiative no pl (power to act):
3. initiative (action):
I. lo·cal [ˈləʊkəl, αμερικ ˈloʊ-] ΕΠΊΘ
1. local (neighbourhood):
II. lo·cal [ˈləʊkəl, αμερικ ˈloʊ-] ΟΥΣ
1. local usu pl (inhabitant):
2. local βρετ οικ (pub):
3. local:
4. local αμερικ (trade union):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
local initiative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.