στο λεξικό PONS
la·bour-in·ˈten·sive ΕΠΊΘ
in·dus·try [ˈɪndəstri] ΟΥΣ
1. industry no pl (manufacturing):
2. industry (type of trade):
ar·beits·auf·wän·dig ΕΠΊΘ
ar·beits·in·ten·siv ΕΠΊΘ
Vor·gang <-gänge> ΟΥΣ αρσ
1. Vorgang (Geschehnis):
2. Vorgang (Prozess):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
labour intensive ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.