στο λεξικό PONS
oc·cur·rence [əˈkʌrən(t)s, αμερικ -ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. occurrence (event):
2. occurrence no pl (incidence):
- occurrence disease
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
trading occurrence ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
probability (of occurrence) ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
accident occurrence ΟΔ ΑΣΦ
occurrence of overload ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
index of accidence occurrence ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.