στο λεξικό PONS
-
- Eintrittswahrscheinlichkeit θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Eintrittswahrscheinlichkeit ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
- Eintrittswahrscheinlichkeit
-
-
- Eintrittswahrscheinlichkeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- eintrichtern
- Eintritt
- Eintrittsalter
- Eintrittsbedingung
- Eintrittsbedingungen
- Eintrittswahrscheinlichkeit
- eintrocknen
- eintrüben
- Eintrübung
- eintrudeln
- eintunken