στο λεξικό PONS
in·ˈvest·ment cer·tifi·cate ΟΥΣ




I. in·vest·ment [ɪnˈves(t)mənt] ΟΥΣ
1. investment (act of investing):
2. investment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (instance of investing):
3. investment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (share):
II. in·vest·ment [ɪnˈves(t)mənt] ΟΥΣ modifier
cer·tifi·cate [səˈtɪfɪkət, αμερικ sɚˈ-] ΟΥΣ
1. certificate:
2. certificate ΚΙΝΗΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
investment certificate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
investment fund certificate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
certificate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ, ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
investment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
investment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.