στο λεξικό PONS
inter·na·tion·al ˈpay·ments ΟΥΣ πλ
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
I. inter·na·tion·al [ˌɪntəˈnæʃənəl, αμερικ -t̬ɚˈ-] ΕΠΊΘ
II. inter·na·tion·al [ˌɪntəˈnæʃənəl, αμερικ -t̬ɚˈ-] ΟΥΣ
1. international βρετ ΑΘΛ:
2. international (communist organization):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
international payments ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
bank for international payments ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.