I. im·pera·tive [ɪmˈperətɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. imperative (essential):
2. imperative (commanding):
3. imperative αμετάβλ ΓΛΩΣΣ:
-
- imperativisch ειδικ ορολ
II. im·pera·tive [ɪmˈperətɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ
1. imperative ΦΙΛΟΣ:
2. imperative no pl ΓΛΩΣΣ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.