Im·pe·ra·tiv <-s, -e> [ˈɪmperati:f, πλ -ti:ve] ΟΥΣ αρσ
2. Imperativ ΦΙΛΟΣ (sittliches Gebot):
-
- categorical imperative
I. im·pe·ra·tiv [ɪmperaˈti:f] ΕΠΊΘ
-
- imperative
- imperatives Mandat ΠΟΛΙΤ
-
II. im·pe·ra·tiv [ɪmperaˈti:f] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- categorical imperative