στο λεξικό PONS
Man·dat <-[e]s, -e> [manˈda:t] ΟΥΣ ουδ
1. Mandat ΠΟΛΙΤ (Abgeordnetensitz):
2. Mandat ΠΟΛΙΤ (Auftrag eines Abgeordneten):
Mandat ΟΥΣ
- imperatives Mandat ΠΟΛΙΤ
-
- imperatives Mandat ΠΟΛΙΤ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.