I. weit·läu·fig [ˈvaitlɔyfɪç] ΕΠΊΘ
1. weitläufig (ausgedehnt):
2. weitläufig (entfernt):
II. weit·läu·fig [ˈvaitlɔyfɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.