στο λεξικό PONS
grand ˈduch·ess ΟΥΣ
-
- Großherzogin θηλ
I. grand [grænd] ΕΠΊΘ
1. grand (splendid):
2. grand οικ (excellent):
3. grand (of age):
4. grand (important):
5. grand (large, far-reaching):
II. grand [grænd] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Figure of a woman after the eponym grand duchess Elisabeth, made by Claus and Birgit Hartmann
Photo:
Frauengestalt nach der Namensgeberin Großherzogin Elisabeth, Erschaffung durch Claus und Birgit Hartmann
Foto:
Αναζήτηση στο λεξικό
- granary
- granary bread
- granary loaf
- grand
- grandad
- grand duchess
- grand duke
- grande
- grandee
- grandeur
- grandfather