I. schlep·pend ΕΠΊΘ
1. schleppend (zögerlich):
2. schleppend (schwerfällig):
3. schleppend (gedehnt):
II. schlep·pend ΕΠΊΡΡ
1. schleppend (zögerlich):
2. schleppend (schwerfällig):
3. schleppend (gedehnt):
drawn ˈout ΕΠΊΘ κατηγορ, drawn-ˈout ΕΠΊΘ προσδιορ
long-drawn-ˈout ΕΠΊΘ προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.