στο λεξικό PONS
cus·tom [ˈkʌstəm] ΟΥΣ
1. custom (tradition):
2. custom no pl (usual behaviour):
war·ran·ty [ˈwɒrənti, αμερικ ˈwɔ:rənt̬i] ΟΥΣ
1. warranty (guarantee):
2. warranty (promise in a contract):
custom ΕΠΊΘ
-  custom ΤΕΧΝΟΛ
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customs warranty ΟΥΣ handel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
