στο λεξικό PONS


I. con·serva·tive [kənˈsɜ:vətɪv, αμερικ -ˈsɜ:rvət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. conservative (in dress, opinion):
2. conservative (low):
3. conservative ΠΟΛΙΤ:
II. con·serva·tive [kənˈsɜ:vətɪv, αμερικ -ˈsɜ:rvət̬ɪv] ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
neo-con·ser·va·tive [ˌni:əʊkə:nˈsɜ:vətɪv, αμερικ ˌni:oʊkə:nˈsɜ:rvət̬ɪv] ΕΠΊΘ αμερικ


Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
conservative margin ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
semi-conservative ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.