στο λεξικό PONS
caus·al lia·ˈbil·ity ΟΥΣ ΝΟΜ
caus·al [ˈkɔ:zəl, αμερικ esp ˈkɑ:-] ΕΠΊΘ τυπικ
1. causal:
2. causal ΓΛΩΣΣ:
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
causal liability ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cauli
- cauliflower
- cauliflower cheese
- cauliflower ear
- caulk
- causal liability
- causally
- causation
- causative
- cause
- cause and effect