στο λεξικό PONS
caus·al [ˈkɔ:zəl, αμερικ esp ˈkɑ:-] ΕΠΊΘ τυπικ
1. causal:
2. causal ΓΛΩΣΣ:
- causal
-
- causal sentence
-
caus·al lia·ˈbil·ity ΟΥΣ ΝΟΜ
- causal liability
- Kausalhaftung θηλ
-
- multi-causal
-
- causal
-
- a causal connection
-
- causal
-
- causal liability
-
- causal clause
-
- causal
-
- causal connection
-
- causal chain
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
causal liability ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- causal liability
- Kausalhaftung θηλ
-
- causal liability
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.