στο λεξικό PONS
Twelfth ˈNight ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ
I. night [naɪt] ΟΥΣ
1. night (darkness):
-
- Nacht θηλ <-, Nächte>
2. night (evening):
II. night [naɪt] ΟΥΣ modifier
night (ferry, train):
-
- Nacht-
nick-nack ΟΥΣ
nick-nack → knick-knack
ˈsand yacht ΟΥΣ
-
- Strandsegler αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
per night allowance ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
night money account ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
night-safe box ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-
- Geldbombe θηλ
international reach ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
late-night shopping ΟΥΣ
beach replenishment [rɪˈplenɪʃmənt] ΟΥΣ
sandy beach
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.