στο λεξικό PONS
I. Lat·in [ˈlætɪn, αμερικ -tən] ΟΥΣ
II. Lat·in [ˈlætɪn, αμερικ -tən] ΕΠΊΘ
1. Latin ΓΛΩΣΣ:
2. Latin (of Latin origin):
I. Ameri·can [əˈmerɪkən] ΕΠΊΘ
II. Ameri·can [əˈmerɪkən] ΟΥΣ
sys·tem [ˈsɪstəm] ΟΥΣ
1. system (network):
3. system (method of organization):
4. system ΑΣΤΡΟΝ:
5. system (way of measuring):
7. system ΙΑΤΡ:
8. system μειωτ:
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Latin American Economic System ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- lathe operator
- lather
- lathery
- latifundium
- Latin
- Latin American Economic System
- Latino
- Latinx
- latish
- latitude
- latitude to cut interest rates